Εφαρμογή του

foie στα ελληνικά
foie
λέγεται
φουά
.
foie
σημαίνει στα ελληνικά
συκώτι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- foie : ήπαρ
- PBF / ponction-biopsie du foie : PBE / παρακέντηση-βιοψία ήπατος
- foie gras : φουά γκρα
- foie gras : φουά γκρα / ηπατοπολτός
- foie cireux / foie lacardé : αμυλοείδωση ήπατος
- foie induré : σκληρυντικό ήπαρ
- foie noueux : κοκκιώδες ήπαρ της ατροφικής κιρρώσεως
- foie gommeux : κομμιωματώδες ήπαρ
- foie basculé : αιωρούμενο ήπαρ
- abcès du foie : ηπατικός όγκος / ηπατικό απόστημα
Subscribe
0 Comments