Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

foin στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
foin
λέγεται
φουέν
.
foin
σημαίνει στα ελληνικά
σανός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • foin : χόρτο
  • foin : ξηρό χόρτο
  • fenil / grange à foin : χορτοβολώνας
  • meule / chevrotte : θημωνιά
  • pollinose / rhume des foins : αλλεργική ρινίτις / πυρετός από χόρτο
  • foin frisé : σανός / σγουρό χόρτο
  • coupe-foin : αχυροκόπτης
  • hache-foin : μηχανή για τον τεμαχισμό του σανού
  • fourragère / chariot à foin : αμαξίδιο σανού / αμαξίδιο χορτονομής
  • tour à foin : πύργος αχύρου

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments