Εφαρμογή του

foire στα ελληνικά
foire
λέγεται
φουάρ
.
foire
σημαίνει στα ελληνικά
πανηγύρι / έκθεση / χάβρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- foire / salon : έκθεση / εκθεσιακό σαλόνι
- foirer / fausser en vissant : χαλώ βίδα / καταστρέφω το βήμα κοχλία
- UFI / Union des foires internationales : Ενωση Διεθνών Εμπορικών Εκθέσεων
- FAQ / Foire aux questions : συχνές ερωτήσεις
- FIAC / Foire internationale d'art contemporain : Διεθνής Αγορά Σύγχρονης Τέχνης
- FIT / Foire Internationale de Thessaloniki : ΔΕΘ / Διεθνής 'Εκθεση Θεσσαλονίκης
- une foire / un congrès ou une manifestation similaire - Bruxelles 1961 : τελωνειακή σύμβαση σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων για την εισαγωγή εμπορευμάτων που προορίζο χρησιμοποίηση σε εκθέσεις,πανηγύρεις,συνέδρια ή παρόμοιες εκδηλώσεις-Bρυξέλλες 1961
- foire de vente / foire-exposition : ζωοπανήγυρις
- foire du cheval : έκθεση αλόγου
- marché au bétail / marché de bétail : ζωοαγορά / ζωοπανήγυρη
Subscribe
0 Comments