Εφαρμογή του

folle στα ελληνικά
folle
λέγεται
φολ
.
folle
σημαίνει στα ελληνικά
τρελή / αδελφή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- listao / bonite à ventre rayé : λακέρδα / παλαμίδα
- folle / filet emmêlant : δίχτυ μπλεξίματος
- envols / cendres folles : Πτητική τέφρα / ιπτάμενη τέφρα
- ESB / maladie de la vache folle : σπογγιόμορφη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (Preferred) / ΣΕΒ
- fous : συλίδες
- flotteur / orge folle : επιπλέοντες σπόροι
- garde-fou / garde-corps : Kουπαστή
- galet fou / galet libre : συρόμενος ρόλος
- pignon fou / roue folle : "τεμπέλης"(κοιν.) / αλυσσοτροχός ελευθέρας περιστροφής
- levier fou : αργός μοχλός / ενδιάμεσος μοχλός
Subscribe
0 Comments