Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

fondement στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
fondement
λέγεται
φονντμάν
.
fondement
σημαίνει στα ελληνικά
υπόσταση / βάσεις / sans fondement ανυπόστατος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • fondement juridique / base légale : νομική βάση
  • clause "fondement" : ρήτρα περί "δημοκρατικής βάσης"
  • absence de fondement : έλλειψη νομικού ερείσματος
  • demande sans fondement : αβάσιμη αίτηση
  • les fondements de la Communauté : οι βάσεις της Kοινότητος
  • déterminés à établir les fondements de... : αποφασισμένοι να θέσουν τις βάσεις...
  • établir les fondements d'une union sans cesse plus étroite entre les peuples : θέτουν τις βάσεις μιας διαρκώς στενότερης ενώσεως των λαών

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments