Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

fonte στα ελληνικά
fonte
λέγεται
φοντ
.
fonte
σημαίνει στα ελληνικά
λιώσιμο / μαντέμι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fonte : χυτοσίδηρος
- fonte / fonte crue : αργός σίδηρος
- fonte / fonte brute : χυτοσίδηρος
- fonte / fontes : οπλοθήκη
- fonte / fusion du verre : τήξις υάλου
- fonte : τήγμα
- fonte : τήξις πάγου / τήξις χιόνος
- fonte : τήξη
- fonte : πλήρης οικογένεια στοιχείων
- spiegel / fonte spiegel : λευκός σίδηρος / στιλπνοσίδηρος
Subscribe
0 Comments


