Εφαρμογή του

forer στα ελληνικά
forer
λέγεται
φορέ
.
forer
σημαίνει στα ελληνικά
τρυπάω / ανοίγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- forer : τρυπώ / τρυπανίζω
- forer / sonder : τρυπάω / διατρύω
- forage / puits foré : πηγάδι ανοιγμένο με ειδικό λειαντικό μηχάνημα
- trou foré : οπή με διάτρηση
- sondage foré : δοκιμαστική γεώτρηση
- cylindre foré / cylindre à canaux : διάτρητος κύλινδρος
- forage rotary / forage rotatif : γεώτρηση με περιστροφικό γεωτρύπανο
- forer au câble / forer à la corde : γεώτρηση με συρματόσχοινο
- forer trop loin : διάτρηση μεγάλου βάθους
- forer au cable / forer a la corde : συρματοδιάτρηση
Subscribe
0 Comments