Εφαρμογή του

forfaitaire στα ελληνικά
forfaitaire
λέγεται
φορφετέρ
.
forfaitaire
σημαίνει στα ελληνικά
κατ’ αποκοπή / εργολαβικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- élément fixe / élément forfaitaire : σταθερό στοιχείο
- prix à forfait / prix forfaitaire : σταθερή τιμή / συμβατική τιμή
- forfait fiscal / impôt forfaitaire : φόρος κατ’ αποκοπή
- forfait / montant forfaitaire : ποσό κατ' αποκοπήν
- aide forfaitaire : κατ' αποκοπή ενίσχυση
- prix forfaitaire : κατ'αποκοπήν τιμή
- prix forfaitaire : τιμή κατ'αποκοπή
- aide forfaitaire : κατ'αποκοπή ενίσχυση
- tarif forfaitaire : σύστημα κοινής αστικής χρέωσης
- taux forfaitaire : πάγιος συντελεστής
Subscribe
0 Comments