Εφαρμογή του

forge στα ελληνικά
forge
λέγεται
φορζ
.
forge
σημαίνει στα ελληνικά
σιδεράδικο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- forger : σφυρηλατώ
- forger : σφυρηλάτηση
- estamper / forger en matrices : εκτύπωση
- fer forgé : σφυρήλατος σίδηρος
- age forgé : σφυρηλατημένο σταβάρι
- faux sable / sable de forge : σιδηρουργική άμμος
- acier forgé : σφυρήλατος χάλυβας
- coude forgé : σφυρηλατημένο καμπύλο τεμάχιο σωλήνος
- terme forgé : νεόκοπος όρος / νεολογικός όρος
- pièce forgée / pièce de forge : σιδηρουργικό είδος
Subscribe
0 Comments