Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

forgeron στα ελληνικά
forgeron
λέγεται
φορζερόν
.
forgeron
σημαίνει στα ελληνικά
σιδεράς
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- forgeron : σιδεράς
- taupin / forgeron : αγριότης προνύμφη
- estampeur / forgeron-estampeur(B) : εκτυπωτής αναγλύφων επί μετάλλου
- saint-pierre / MUL : JOD / χριστόψαρο
- drépane ailé / forgeron ailé : αφρικάνικο δρέπανο
- drépane ailé / forgeron ailé : αφρικανικό δρέπανο
- forgeron tacheté : κηλιδόστικτο δρέπανο
- ferronnier d'art / forgeron d'art(L) : κατασκευαστής διακοσμήσεων από σίδερο
- marteau à devant / marteau de forgeron : βαρειά / μεγάλο σφυρί
Subscribe
0 Comments


