Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

foudre στα ελληνικά
foudre
λέγεται
φουντρ
.
foudre
σημαίνει στα ελληνικά
κεραυνός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- foudre : κεραυνός
- foudre / éclair : αστραπή
- foudre : βαγένι / μεγάλο οινοβάρελο
- parafoudre / protection contre la foudre : αλεξικέραυνο / σύστημα αλεξικεραυνικής προστασίας
- wagon-foudre : βυτιοφόρο βαγόνι
- feu de foudre / incendie de foudre : πυρκαγιά από κεραυνό
- coup de foudre : εκκένωση κεραυνού
- coup de foudre : κεραυνός
- coup de foudre / décharge orageuse : χτύπημα κεραυνού
- coup de foudre : κεραυνοβόληση
Subscribe
0 Comments


