Εφαρμογή του

fouet στα ελληνικά
fouet
λέγεται
φουέ
.
fouet
σημαίνει στα ελληνικά
μαστίγιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fouet : μαστίγιο
- fouet : κορδόνι
- fouet : αναδευτήρας
- fouet : δένδρον-μαστίγιον
- albacore / thon à nageoires jaunes : τόνος κιτρινόπτερος
- monopole / antenne fouet : μαστιγιοειδής κεραία
- porte-fouet : μαστιγιοδόχος
- fouettement / coup de fouet : δράση απλού ανυψωτικού συστήματος
- fouet rotatif : περιστροφικό μαστίγιο
- antenne-fouet : κεραία-μαστίγιο / κεραία σχήματος μαστίγιου
Subscribe
0 Comments