Εφαρμογή του

fouille στα ελληνικά
fouille
λέγεται
φούιγ
.
fouille
σημαίνει στα ελληνικά
ανασκαφή / ψάξιμο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fouille : έρευνα
- fouille : εκσκαφή/ανασκαφή
- fouille : κανάλι καλωδίου
- emprunt / lieu d'emprunt : δανειοθάλαμος
- fouilles : ανασκαφές / σκαπτικές εργασίες
- fouiller : κάνω εκσκαφή
- fouille blindée : όρυγμα με αντιστήριξη από ξυλεία
- fouille à corps / fouille corporelle : σωματική έρευνα / σωματικός έλεγχος
- plan de fouille : σχέδιο εκσκαφών
Subscribe
0 Comments