Εφαρμογή του

foulard στα ελληνικά
foulard
λέγεται
φουλάρ
.
foulard
σημαίνει στα ελληνικά
φουλάρι / φακιόλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- foulard : φουλάρι / μαντίλι του λαιμού
- foulard : φουλάρι
- foulard : φουλάρ
- appel d'entrée / train de rouleaux-foulards : ξηρά τροφοδοσία
- foulard d'apprêt / mouilleur d'apprêt : μηχανή συμπίεσης / μηχανή για το μούλιασμα του επιχρίσματος
- foulard islamique : μουσουλμανική μαντίλα
- foulard de teinture / mouilleur de teinture : μηχανή για τη συμπίεση της βαφής / μηχανή για το μούλιασμα της βαφής
- foulard merceriseur : φουλάρ μερσεριζέ
- teinture au foulard : βαφή φουλάρ
- foulard pour essorage : φουλάρ για ομαλοποίηση υφάσματος
Subscribe
0 Comments