Εφαρμογή του

fouler στα ελληνικά
fouler
λέγεται
φουλέ
.
fouler
σημαίνει στα ελληνικά
πατώ / στραμπουλίζω / ποδοπατώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fouler : χυλοποιώ / πολτοποιώ
- foule : πλήθος,όχλος
- foule : γωνία
- pas / foule : πέρασμα
- pas fermé / foule fermée : κλειστό στόμιο στημονιού
- pas ouvert / foule ouverte : ανοικτό στόμιο στημονιού
- démophobie / phobie de la foule : οχλοφοβία
- laine foulée : μαλλί μπατανισμένο
- dame à fouler : κόπανος σύνθλιψης
- pompe foulante / pompe refoulante : αντλία πιέσεως
Subscribe
0 Comments