Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

four στα ελληνικά
four
λέγεται
φουρ
.
four
σημαίνει στα ελληνικά
φούρνος / καμίνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- four / poêle : κλίβανος/φούρνος
- four : φούρνος
- four / cellule : κάμινος / θάλαμος παραγωγής
- four / cellule : θάλαμος κλιβάνου οπτάνθρακος
- four : κάμινος
- débit / tirée : ρυθμός τήξεως του γυαλιού
- pit / four pit : σκάμμα βαθμιαίας αποψύξεως 2)κλίβανος διατήρησης θερμοκρασίας
- bassin / four a cuve : φούρνος με λεκάνη
- cokerie / four à coke : εγκατάσταση οπτανθρακοποίησης
Subscribe
0 Comments


