Εφαρμογή του

fourneau στα ελληνικά
fourneau
λέγεται
φουρνό
.
fourneau
σημαίνει στα ελληνικά
haut fourneau υψικάμινος / φούρνος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fourneau / cuisinière : εστία μαγειρείου / κουζίνα μαγειρείου(κν.)
- gazier 1 / opérateur de haut-fourneau : υπεύθυνος λειτουργός υψικαμίνου
- laitier / scorie de haut-fourneau : σκωρία υψικαμίνου / σκουριά υψικαμίνων
- cubilot / fourneau à manche : θολωτό καμίνι
- cowper / foyer à air chaud : cowper / αεροθερμαντής
- bas-fourneau : χαμηλή φρεατώδης κάμινος
- haut-fourneau : υψικάμινος
- CHF / ciment de haut fourneau : τσιμέντο υψικαμίνου / τσιμέντο υψικαμίνων
- ame de mortier / fourneau cylindrique : διαμέτρημα / κυλινδρικός θάλαμος έκρηξης
- gaz de gueulard / gaz de haut-fourneau : αέριο υψικαμίνου / αέριο υψικαμίνων
Subscribe
0 Comments