Εφαρμογή του

fourrure στα ελληνικά
fourrure
λέγεται
φουρύρ
.
fourrure
σημαίνει στα ελληνικά
γούνα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fourrure : γουνόδερμα
- fourrure : στοιχείο πληρώσεως
- fourrures : γούνες
- ferodo / fourrure de frein : τακάκι φρένων
- placard(B) / fourrure(B) : πυρίμαχο μπλόκ για μπάλωμα φούρνου
- ours de mer / otarie à fourrure : ωταρία / αρκτοκέφαλος
- SEF / otarie australe : φώκια της Νότιας Αμερικής
- animal à fourrure : γουνοφόρο ζώο
Subscribe
0 Comments