Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

fragile στα ελληνικά
fragile
λέγεται
φραζίλ
.
fragile
σημαίνει στα ελληνικά
εύθραστος / ευαίσθητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sec / cassant : ψαθυρός
- fragilité / fragilité étatique : αστάθεια / κατάσταση αστάθειας
- casse / verre fragile : Eύθραυστο σαθρό γυαλί
- "fragile" : "εύθραυστο"
- État fragile : ασταθές κράτος (Preferred) / ευάλωτο κράτος
- colis fragile : εύθραυστο δέμα
- couche fragile : εύθραυστη στοιβάδα
- espèce fragile : ευαίσθητο είδος
- rupture fragile : ψαθυρή θραύση
- matériaux fragiles : εύθραυστα υλικά
Subscribe
0 Comments


