Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

fragment στα ελληνικά
fragment
λέγεται
φραγκμάν
.
fragment
σημαίνει στα ελληνικά
θραύσμα / περικοπή / απόσπασμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fragment : απόσπασμα βιβλίου
- fragment : ημιτελές έργο
- ion fils / ion produit : προϊόν ιόν / θυγατρικό ιόν
- fragments : τεμαχίδια σε χρώμα
- RFLP / polymorphisme de restriction : RFLP / πολυμορφισμός μήκους περιοριστικών θραυσμάτων
- fragment Fab : μέρος Fab / τμήμα Fab
- ion fragment : ιονικό θραύσμα
- REG / débris de guerre explosifs : εκρηκτικά κατάλοιπα πολέμου
- F+ / ion fragment : F+ / ιον(τ)ικό θραύσμα
- fragment d'ADN : τμήμα DNA
Subscribe
0 Comments


