Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

frappe στα ελληνικά
frappe
λέγεται
φραπ
.
frappe
σημαίνει στα ελληνικά
χτύπημα / κοπή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- frappé : δροσερός
- frappe : συλλογή τυπογραφικών μητρών για την κατασκευή χαρακτήρων
- frapper / monnayer : νομισματοκοπείο
- taxer / imposer : φορολογώ / επιβάλλω φόρο
- CCAC / convention sur les armes classiques : Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα / Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα
- monnayage / frappe de monnaie : εκτύπωση νομίσματος
- impacteur / élément de frappe : κρούστης
- seigneuriage / profit de la frappe des monnaies : δημόσιο έσοδο εκ της νομισματοκοπής
- punching-ball / sac de frappe : σφαίρα για εξάσκηση στην πυγμαχία
- double frappe : διπλή πληκτρολόγηση
Subscribe
0 Comments


