Εφαρμογή του

frauduleux στα ελληνικά
frauduleux
λέγεται
φροντυλέ
.
frauduleux
σημαίνει στα ελληνικά
δόλιος / παράνομος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fraude 419 / fraude nigériane : απάτη της προκαταβολής
- usage frauduleux / emploi frauduleux : δολία χρήση
- portage frauduleux : απόκρυψη της ταυτότητας του δικαιούχου
- action frauduleuse : απάτη
- entente frauduleuse : δόλια συμφωνία
- pratique frauduleuse : παραπλανητικές πρακτικές
- activité frauduleuse : απάτη
- embauchage frauduleux : απατηλή πρόσληψη
- manoeuvre frauduleuse : δόλιες ενέργειες / δόλιοι χειρισμοί
- connexion frauduleuse : ληστής
Subscribe
0 Comments