Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

frein στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
frein
λέγεται
φρεν
.
frein
σημαίνει στα ελληνικά
φρένο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • frein / vanne : )φρένο,πέδη / Θυρόφραγμα,κλαπέτο
  • frein : πέδη / φρένο
  • frein : φρένο
  • frein : οδοντωτή κόντρα-ροδέλλα
  • frein / mesure de freinage : αντικίνητρο
  • frein : πέδη
  • FAMAD / frein graduable au desserrage : πέδη ρυθμιζόμενης χαλάρωσης
  • vigie / guérite de frein : θάλαμος πέδησης
  • ferodo / fourrure de frein : τακάκι φρένων

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments