Εφαρμογή του

frictionner στα ελληνικά
frictionner
λέγεται
φριξιονέ
.
frictionner
σημαίνει στα ελληνικά
τρίβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- frictionner : τρίβω / τρίβομαι
- bande frictionnée : ταινία που έχει υποστεί τριβή / ταινία που έχει στιλβωθεί δια τριβής
- papier frictionné : χαρτί διατριβής / χαρτί γκλασέ από τη μία όψη
- carton frictionné : χαρτόνι γλασαρισμένο στη μηχανή
- papier frictionné sur un côté : χαρτί στιλβωμένο από τη μία πλευρά
Subscribe
0 Comments