Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

fumeur στα ελληνικά
fumeur
λέγεται
φυμέρ
.
fumeur
σημαίνει στα ελληνικά
καπνιστής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- zones fumeurs : Περιοχή καπνιζόντων
- salle fumeurs : αίθουσα καπνιστών
- parc à fumeurs : χώρος καπνιστών
- service de fumeur : είδη καπνιστού
- salle non fumeurs : αίθουσα μη καπνιζόντων
- espace non-fumeurs : χώρος μη καπνιζόντων / χώρος όπου απαγορεύεται το κάπνισμα
- cancer des fumeurs : καρκίνωμα καπνιστών
- cancer des fumeurs : καρκίνος των καπνιστών
- zone fumeurs spécifiée : Καθορισμένη περιοχή καπνίσματος
- leucoplasie des fumeurs : λευκοπλακία των καπνιστών
Subscribe
0 Comments


