Εφαρμογή του

fuseau στα ελληνικά
fuseau
λέγεται
φυζό
.
fuseau
σημαίνει στα ελληνικά
αδράχτι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fuseau / nacelle : Αεροδυναμικό κάλυμμα κινητήρα
- fuseau : κλωστήρας
- bloquet / fuseau pour dentelles : μπομπίνα δαντέλλας
- bandings / petites cardes des fuseaux : αδραχτοταινία / ταινία ατράκτου κλώστριας
- temps légal / heure légale : επίσημη ώρα / χρόνος ατράκτου
- fuseau-moteur : ατρακτίδιο κινητήρα
- bouée à fuseau : σημαδούρα στύλος
- bouée à fuseau : σημαδούρα με ιστό
- fuseau horaire : άτρακτος ώρας / ωριαία άτρακτος
- fuseau-réacteur : ατρακτίδιο στροβιλοκινητήρα
Subscribe
0 Comments