Εφαρμογή του

fusée στα ελληνικά
fusée
λέγεται
φυζέ
.
fusée
σημαίνει στα ελληνικά
πύραυλος / φωτοβολίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fusée / fusible : ασφάλεια / σύστημα εκπυρσοκρότησης
- fusée : πύραυλος
- fusée / fusée d'essieu : άτρακτος
- cône / fusée : εργαλείο κατασκευής στομίου
- Fusac / fusions et acquisitions : συγχωνεύσεις και εξαγορές
- fusée : στροφέας / στρεφόμενος άξονας
- fusée : ροκέτα / πυροτέχνημα
- fusée : φωτοβολίδα
- fuser : καίω άνευ εκρήξεως / φλέγω άνευ εκρήξεως
Subscribe
0 Comments