Εφαρμογή του

gâcher στα ελληνικά
gâcher
λέγεται
γκασέ
.
gâcher
σημαίνει στα ελληνικά
χαραμίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- charge / gâchée : ανάμιγμα
- gâche : συρτοδόχος
- gâchée de plâtre : γύψινο μείγμα
- gâcher(le mortier) : αναμειγνύω
- plateau pour gâcher : δίσκος ανάμειξης της κονίας
- appareil à gâcher le mortier : μπετονιέρα / συσκευή για την ανάμειξη του κονιάματος
Subscribe
0 Comments