Εφαρμογή του

galette στα ελληνικά
galette
λέγεται
γκαλέτ
.
galette
σημαίνει στα ελληνικά
γαλέτα / galette des Rois βασιλόπιτα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- galette : ρολό / ρολός
- galette : πλακούντας διήθησης
- galette : περιστρεφόμενη επαφή
- galette / pastille : υπόλοιπο πίεσης
- galette / gros bouchon : πίτα / γαλέτα
- crack / free base : κρακ
- rein en galette : τέλεια συνένωση των δύο νεφρών
- galette de fond : πυρήνας μονταρίσματος
- teint en galette : νήμα βαμμένο στο φούρνο,σε ταψί
Subscribe
0 Comments