Εφαρμογή του

garage στα ελληνικά
garage
λέγεται
γκαράζ
.
garage
σημαίνει στα ελληνικά
γκαράζ / συνεργείο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- garage : χώρος στάθμευσης
- garage / évitement : διαπλάτυνσις οδού
- parcotrain / consigne-garage : πάρκιν σιδηροδρομικού σταθμού / χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων σε σιδηροδρομικό σταθμό
- garage actif / voie de dépassement : γραμμή υπέρβασης
- garage franc : στάντζα / όριο στάθμευσης
- lieu de garage / bassin de garage : αραξοβόλιο / περιοχή σταθμεύσεως
- voie de garage / voie de remisage : γραμμή απόθεσης / τροχιά αποθέσεως
- zone de garage : περιοχή απόθεσης / περιοχή στάθμευσης
- piste de garage : προαύλιο(του πρατηρίου)
- porte de garage : γκαραζόπορτα / πόρτα του γκαράζ
Subscribe
0 Comments