Εφαρμογή του

général στα ελληνικά
général
λέγεται
ζενεράλ
.
général
σημαίνει στα ελληνικά
γενικός / en général γενικά / στρατηγός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- GAA / général : πτέραρχος
- GA / général : στρατηγός
- DG AGRI / DG Agriculture et développement rural : ΓΔ Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης / Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης
- DG MARE / DG Affaires maritimes et pêche : Γενική Διεύθυνση Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας
- Cabinet / Cabinet du Secrétaire général : Γραφείο του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου
- DG SANCO / DG Santé et consommateurs : ΓΔ SANCO / Γενική Διεύθυνση Υγείας και Καταναλωτών
- CGPM / COGEPEM : Γενικό Συμβούλιο Αλιείας για τη Μεσόγειο (Obsolete)
- SG.E.4 / Administration générale et marchés publics : Γενική διοίκηση και σύναψη δημοσίων συμβάσεων / SG.E.4
- Conseil "Affaires générales et relations extérieures" / CAGRE : ΣΓΥΕΣ / Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων
- global / général : συνολικός
Subscribe
0 Comments