Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

génital στα ελληνικά
génital
λέγεται
ζενιτάλ
.
génital
σημαίνει στα ελληνικά
γεννητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- génital : γεννητικός
- blennorragie / chaude pisse : γονόρροια (Preferred) / βλεννόρροια
- MSF / mutilation sexuelle féminine : FGM / αποκοπή των γυναικείων εξωτερικών γεννητικών οργάνων
- uro-génital / génito-urinaire : ουρογεννητικός
- crête génitale : γεννητική ακρολοφία
- herpès génital : έρπητας γεννητικών οργάνων
- tractus génital / canal pelvi-génital : γεννητικός σωλήν
- glande génitale : γεννητικός αδήν
- verrue génitale : ακροχορδόνας γεννητικών οργάνων
Subscribe
0 Comments


