Εφαρμογή του

germination στα ελληνικά
germination
λέγεται
ζερμινασιόν
.
germination
σημαίνει στα ελληνικά
φύτρωμα / βλάστηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- germination : βλάστηση
- germination : (εκβλάστηση / (εκ)βλάστηση
- germination : βλάστηση / παραβλάστηση
- anti-germe / inhibiteur de germination : ανασχετικό βλάστησης / ανασχετικό της βλάστησης
- aire / germoir : αίθουσα βλάστησης / αίθουσα βυνοποίησης
- germoir / appareil de germination : συσκευή για τη βλάστηση των σπόρων
- faculté germinative / taux de germination : ποσοστό βλαστικότητας / φυτρωτικότης δασικών σπόρων
- zéro de germination : θερμοκρασιακό ελάχιστο βλάστησης σπόρου
- cuve de germination : δοχείο βλάστησης
- case de germination : κιβώτιο βλάστησης
Subscribe
0 Comments