Εφαρμογή του

glacial στα ελληνικά
glacial
λέγεται
γκλασιάλ
.
glacial
σημαίνει στα ελληνικά
παγωμένος / παγερός / ψυχρός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fulmar / pétrel glacial : θυελλοπούλι
- AAG / acide acrylique glacial : GAA / ψυχρό ακρυλικό οξύ
- morillon glacial / harelde de miquelon : χιονόπαπια
- ficoïde glaciale : μεσημβριάνθεμον το κρυστάλλινον
- acide acétique glacial (Preferred) / acide acétique cristallisable : παγόμορφο οξικό οξύ
- acide acétique glacial : ψυχρό οξικό οξύ
Subscribe
0 Comments