Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

glissade στα ελληνικά
glissade
λέγεται
γκλισάντ
.
glissade
σημαίνει στα ελληνικά
γλίστρημα / γλίστρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- glissade : πλαγιολίσθηση αλεξίπτωτου
- glissière / colonne de descente par glissade : κεραία
- cloche / glissade sur la queue : ουραία ολίσθηση
- glissade en vol : πλαγιολίσθηση
- toile de glissade : ταινία διάσωσης
- gaine de glissade / boyau de sauvetage : σωληνοειδής αγωγός διάσωσης
- glissade (sur l'aile) : Πλαγιολίσθηση
- indicateur de virage-glissade : ενδείκτης μπίλια-βελόνα / ενδείκτης πλαγιολίσθησης
Subscribe
0 Comments


