Εφαρμογή του

glissement στα ελληνικά
glissement
λέγεται
γκλισμάν
.
glissement
σημαίνει στα ελληνικά
ολίσθηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- glissement : ολίσθηση
- glissement : Παραμορφωμένα γράμματα διακόσμησης
- glissement : κατολίσθησις
- glissement : παραμόρφωση διάτμησης
- glissement / signe du piston : ευκινησία της κεφαλής του μηριαίου οστού
- mouvement / glissement : μετατόπιση / ολίσθηση σωματιδίου
- patinage / glissement : ολισθαίνω
- glissement / glissement des roues : διολίσθηση δρομέως
- fluage / glissement : ροή / πέρασμα
Subscribe
0 Comments