Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

glu στα ελληνικά
glu
λέγεται
γκλυ
.
glu
σημαίνει στα ελληνικά
ιξός / κολλιτσίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- glu : ιξός
- houx / arbre à glu : λαύρος, ληόπρινος, αρκουδοπούρναρο
- acide glutamique / MUL : γλουταμικό οξύ
- bande enduite de glu arboricole : ταινία δενδροκομίας επιχρισμένη με ιξό
Subscribe
0 Comments


