Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

gonfler στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
gonfler
λέγεται
γκονφλέ
.
gonfler
σημαίνει στα ελληνικά
φουσκώνω / παραλέω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • gonfler / gonflement : διαστολή / διόγκωση
  • gonfler / gonflement : διόγκωση / φούσκωμα
  • PP-BCF / fil gonflant continu de polypropylène : συνεχής διογκωμένη ίνα πολυπροπυλενίου / διογκωμένη ίνα πολυπροπυλενίου συνεχούς ύφανσης
  • PA-BCF / fil gonflant continu de polyamide : PA-BCF / συνεχής διογκωμένη ίνα από πολυαμίδιο
  • gonflant / voluminosité : όγκος / διόγκωση
  • gonflant / voluminosité : ειδικός όγκος
  • gonflant : διάρρηξη πέλους
  • majoration / souscription gonflée : αγορά χρεογράφων για άμεση μεταπώληση
  • riz gonflé / riz soufflé : διογκωμένο ρύζι
  • fil gonflant : διογκωμένο νήμα

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest


0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments