Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

goudronner στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
goudronner
λέγεται
γκουντρονέ
.
goudronner
σημαίνει στα ελληνικά
πισσάρω / ασφαλτοστρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • asphalté / bituminé : ασφαλτωμένος / εμποτισμένος με άσφαλτο
  • papier huilé / papier goudronné : λαδόχαρτο / ελαιωμένο χαρτί
  • guipon / guipon à brai : κεδριαλείπτης / πινέλο για πίσσα
  • carton bituminé / carton goudronné : ασφαλτωμένο χαρτόνι
  • papier goudronné : κατραμωμένο χαρτί / πισσασφαλτωμένο χαρτί
  • corde goudronnée : πισσωμένος σπάγγος
  • sac en papier goudronné : σάκος με επένδυση πισσωμένου χαρτιού
  • conducteur de bitumeuse / conducteur de machine à goudronner(L) : χειριστής μηχανής ασφαλτοστρώσεως
  • peinture epoxy goudronnée : εποξυ-πισσούχο χρώμα
  • papier goudronné d'emballage : πισσόχαρτο συσκευασίας

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments