Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

goulot στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
goulot
λέγεται
γκουλό
.
goulot
σημαίνει στα ελληνικά
λαιμός / boire au goulot πίνω με το μπουκάλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • goulet / goulot : στένωση / μποτιλιάρισμα
  • goulot : λαιμός
  • cou / goulot : λαιμός
  • étranglement / goulet d'étranglement : συμφόρηση
  • goulot étroit / ouverture étroite : στενός λαιμός
  • à goulot large : ευρύλαιμος
  • fers à goulot / pinces à goulot : εργαλεία κατασκευής φυσητών
  • goulot de Venturi : στένωση βεντούρι
  • col de remplissage / goulot de remplissage : στόμιο πλήρωσης
  • bec de déversement / goulot d'écoulement : στόμιο εκροής λάσπης

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments