Εφαρμογή του

gouttière στα ελληνικά
gouttière
λέγεται
γκουτιέρ
.
gouttière
σημαίνει στα ελληνικά
λούκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gouttière : υδρορροή
- gouttière / gouttière pour immobiliser les membres : νάρθηκας για την ακινητοποίηση των μελών
- gouttière : γραμμή αποροής
- chéneau / gouttière : υδρορρόη στέγης
- gouttière : κοίλωμα της κόψεως των συνηρμοσμένων φύλλων δεμένου βιβλίου
- gouttière : αγωγός εκφορτώσεως
- veine grasse / gouttière jugulaire : σφαγίτις φλέβα
- en gouttière : αναδιπλούμενο εν είδει υδρορρόης / φύλλο που διπλώνει σε σχήμα υδρορρόης
- vallée évasée / vallée en berceau : κοιλάδα απορροής
Subscribe
0 Comments