Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

grade στα ελληνικά
grade
λέγεται
γκραντ
.
grade
σημαίνει στα ελληνικά
βαθμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- grade : μισθολογικές βαθμίδες
- grade : βαθμός
- rang / degré : βαθμίδα
- de haut grade : υψηλός βαθμός κακοήθειας
- grade de base : εισαγωγικός βαθμός
- grade de base : βασικός βαθμός
Subscribe
0 Comments


