Εφαρμογή του

grattage στα ελληνικά
grattage
λέγεται
γκρατάζ
.
grattage
σημαίνει στα ελληνικά
ξύσιμο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- grattage : ξύσιμο / απόξεση
- rayage / grattage : ξύσιμο
- grattage / calibrage : διάνοιξη απόξεσης
- raclage / grattage : απόξεση
- grattage : γρατζούνισμα
- grattage méthodique : μεθοδική απόξεση
- effacement mécanique / effacement par grattage : μηχανική διαγραφή' μηχανικό σβήσιμο
- câble de frottement désinfectant / corde de désinfection par grattage : ξύστρα απολύμανσης ζώων / απολυμαντική ξύστρα βοοειδών
- matériel de lainage et de grattage : εξοπλισμός χνουδιάσματος
Subscribe
0 Comments