Εφαρμογή του

gré στα ελληνικά
gré
λέγεται
γκρε
.
gré
σημαίνει στα ελληνικά
θέληση / bon gré mal gré θέλοντας και μη / de son plein gré οικειοθελώς
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- GRE / yeux-verts : GR / GRE
- gré à gré : κατά βούλησιν
- yeux verts / MUL : γουρλομάτηδες / πρασινομάτηδες
- option OTC / option de gré à gré : διατραπεζική οψιόν / οψιόν της διατραπεζικής αγοράς
- marché hors cote / marché hors bourse : παράλληλη αγορά / εξωχρηματιστηριακή αγορά
- procédure négociée : διαδικασία με διαπραγμάτευση
- écrasement de ligne / détournement de clientèle : ράπισμα
- marché de gré à gré : ελεύθερη αγορά
- accord de gré à gré : ελεύθερη σύμβαση
Subscribe
0 Comments