Εφαρμογή του

grêle στα ελληνικά
grêle
λέγεται
γκρελ
.
grêle
σημαίνει στα ελληνικά
λεπτός / χαλάζι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- grêle : χάλαζα
- grêlée : χαλαζόπληκτος
- carex grêle : κάρηξ η κομψή
- stade grêle : στάδιο χαλάζης
- grêle sèche : ξερό χαλάζι
- ver des blés / aiguillonnier : βουκεντροποιός
- intestin grêle : λεπτό έντερο
- chute de grêle : χαλαζόπτωση
- risque de grêle : κίνδυνος χαλαζόπτωσης
Subscribe
0 Comments