Εφαρμογή του

grenouille στα ελληνικά
grenouille
λέγεται
γκρενούιγ
.
grenouille
σημαίνει στα ελληνικά
βάτραχος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- grenouille : άνουρα/άκερκα (βάτραχοι
- grenouille : άνουρα/άκερκα (βάτραχοι)
- grenouilles : βατράχια
- trident / grenouille de mer : βατραχομπακαλιάρος
- phycis / trident : βατραχάνθρωπος
- homme-grenouille : βατραχάνθρωπος
- orchis grenouille : κοιλόγλωσσο το πράσινο
- grenouille taureau : ταυροβάτραχος
- cuisse de grenouille : πόδι βατράχου
Subscribe
0 Comments