Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

griller στα ελληνικά
griller
λέγεται
γκριγέ
.
griller
σημαίνει στα ελληνικά
ψήνω / καίω / καψαλίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- griller / calciner : διαπυρώνω
- grille : σχάρα
- filtre / grille : σίτα / φίλτρο
- paralume / écran paralume : πέτασμα φωτιστικού
- grille : πλέγμα
- porte / grille : πύλη
- grille : πλέγμα καλωδίου
- grille : εσχάρα
- grille : δικτυωτό
Subscribe
0 Comments


