Εφαρμογή του

gris στα ελληνικά
gris
λέγεται
γκρι
.
gris
σημαίνει στα ελληνικά
γκρίζος / μουντός / γκρι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gris : γκρι / φαιό
- gris : θαμπό γυαλί
- gris : φαιό υλικό μέσο
- leu / loup : λύκος
- \GBR / diagramme gris : βουτυρόψαρο
- omble / togue : λιμνοπέστροφα της Αμερικής
- ai-ai / paresseux gris : βραδύπους ο τριδάκτυλος ο τεφρόφαιος
- requin gris / requin griset : αλέτρι / καρχαρίας
- algorithme de compression de l'échelle de gris / GCA : αλγόριθμος συμπίεσης τόνων του γκρίζου
- griset / dorade grise : σκαθάρι
Subscribe
0 Comments