Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

grossier στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
grossier
λέγεται
γκροσιέ
.
grossier
σημαίνει στα ελληνικά
χοντροκομμένος / ατζαμίδικος / χυδαίος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • grossier : χονδροειδής
  • jarre / jarres : χοντρή τρίχα
  • gros sable / sable gros : χονδρή άμμος / χονδρόκοκκη άμμος
  • noeuds / refus grossier : θρόμβοι
  • toile / drap grossier : χονδρό ύφασμα
  • fil grossier : χονδρό νήμα
  • sol grossier : χονδρόκοκκο έδαφος
  • compensation / réglage grossier : χονδροειδής ρύθμισις / χονδροειδής ρύθμιση αντιδραστικότητας

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments