Εφαρμογή του

grotte στα ελληνικά
grotte
λέγεται
γκροτ
.
grotte
σημαίνει στα ελληνικά
σπηλιά / σπήλαιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- grotte : σπήλαιο
- targie naine / petit turbot de roche : υπόγεια καλλιέργεια / καλλιέργεια σε στοές
- grotte non exploitée par le tourisme : σπήλαιο στο οποίο δεν έχει πρόσβαση το κοινό
Subscribe
0 Comments